- άδδιξ
- ἄδδιξ (-ιχος), η (Α)μέτρο χωρητικότητας, που ισοδυναμούσε με τέσσερεις χοίνικες*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν πρόκειται για δάνειο από ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με πολλές λέξεις που συνδέονται με έννοιες μετρήσεωςπ.χ. κοτύλη, οὐγκία, παρασάγγης].
Dictionary of Greek. 2013.